πουντέλι

πουντέλι
το, Ν
ξύλινο ή μεταλλικό αντέρεισμα, μικρός στύλος υποστήριξης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. puntello «υποστήριγμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νταγιάκι — το 1. μικρός στύλος ή δοκάρι που χρησιμοποιείται στα πλοία για τη στήριξη ορισμένων κατασκευών και τμημάτων τους, πουντέλι 2. (γενικά) στήριγμα, υποστήριγμα …   Dictionary of Greek

  • πουντελιάρω — και πουντελάρω και πουντελιξάρω, Ν [πουντέλι] στηρίζω κάθετη ή αψιδωτή επιφάνεια, όπως τοίχο, γέφυρα, στοά, στοίβα, τοποθετώντας από κάτω πουντέλια …   Dictionary of Greek

  • στήριγγα — η / στῆριγξ, ήριγγος, ΝΑ, και λόγιος τ. στήριγξ Ν νεοελλ. ναυτ. α) καθένας από τους μεταλλικούς στυλίσκους που είναι στερεωμένοι από τη μία και την άλλη πλευρά τής σκάλας τού πλοίου, στο πάνω άκρο τών οποίων στερεώνονται οι χειραγωγοί, κν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”